Τετάρτη 1 Μαΐου 2013




ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
iii
1. Λειτουργική θεωρία
iii
2. Κίνημα Αγανακτισμένων
iv
2.1 Κίνημα Αγανακτισμένων και Μ.Μ.Ε.
vii
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
viii
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
x















ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η παρούσα εργασία θα προσπαθήσει να διερευνήσει το κίνημα των Αγανακτισμένων, στον Ευρωπαϊκό χώρο[1], το οποίο αποτελεί το νέο φαινόμενο των καιρών και ένα νέο τρόπο διαμαρτυρίας προς την καθεστηκυία τάξη υπό το πρίσμα της Λειτουργικής θεωρίας. Η επιλογή της συγκεκριμένης θεωρίας δεν προϋποθέτει την ορθότερη ανάλυση  του κινήματος των Αγανακτισμένων διότι και οι Θεωρίες των Συγκρούσεων και της Συμβολικής Διάδρασης θα ήταν δυνατό να προσεγγίσουν το κίνημα επειδή καμία δεν αποτελεί νόμο αλλά μια κοινωνιολογική τοποθέτηση. Μέσω της Λειτουργικής Θεωρίας θα επιχειρηθεί η διάγνωση του χαρακτήρα του κινήματος, η εξήγηση της διαδικασίας της γέννησης και της εξέλιξης των Αγανακτισμένων όπως και η ερμηνεία των προαναφερθέντων.
1.Λειτουργική Θεωρία
            Στις αρχές του 20ου αιώνα το θεωρητικό ρεύμα του λειτουργισμού επηρέασε τις κοινωνικές επιστήμες με κύριο εκπρόσωπο τον Talcott Parson. Ο δομικός λειτουργισμός έχει τις βάσεις του, στους κοινωνιολόγους Comte, Spencer και Durkheim.
Οι βασικές αρχές του δομολειτουργισμού είναι η κανονιστική αντίληψη για την κοινωνική ισορροπία, η χρήση ερμηνευτικού προτύπου του βιολογικού οργανισμού και η έννοια της κοινωνικής λειτουργίας. Ο Parson υποστήριξε ότι αν ταυτιστεί ένας ανθρώπινος οργανισμός με ένα κοινωνικό σύστημα θα υπάρξουν ομοιότητες και οι ανάγκες του ανθρώπινου οργανισμού θα ικανοποιηθούν από τα μέρη που αλληλοσυνδέονται. Το ίδιο συμβαίνει σε ένα κοινωνικό σύστημα το οποίο πρέπει να ικανοποιεί κάποιες ανάγκες για να επιβιώσει[2]. Οι ανάγκες είναι η διατήρηση προτύπων, η προσαρμογή, η ενσωμάτωση και η επίτευξη στόχων. Η μεθοδολογική προσέγγιση του Parson περιορίζει την ατομική δράση και αποζητά έναν κόσμο στον  οποίο δεν θα γίνεται καμία αλλαγή στο εσωτερικό του οπότε θα είναι απόλυτα ισορροπημένος[3].
Ο Merton ασπάζεται τον δομολειτουργισμό αλλά για να αντεπεξέλθει στην «καμία αλλαγή» του Parson προσδιόρισε την ύπαρξη δύο αντίθετων ζευγαριών, το πρώτο είναι οι «έκδηλες» και οι «λανθάνουσες»[4] λειτουργίες. Το δεύτερο είναι οι «ευλειτουργίες» και οι «δυσλειτουργίες»[5] οι οποίες πρωτοαναφέρονται από τον κοινωνιολόγο Marion Levi[6]. Ο Merton καθιέρωσε τις «θεωρίες του μέσου βεληνενούς»[7] υποστήριξε ότι τις «έκδηλες» λειτουργίες οι άνθρωποι τις αναμένουν, αντίθετα οι «λανθάνουσες» δεν προγραμματίζονται και σε αυτές δίνει τη μέγιστη βαρύτητα ώστε να αναζητήσει τις κοινωνικές συνθήκες που ωθούν σε τέτοιου είδους λειτουργίες και ταυτόχρονα να διεισδύσει στην λειτουργία της κοινωνίας. Επίσης πιστεύει ότι κάποια μέρη του κοινωνικού συστήματος δεν είναι αναγκαία για την κοινωνική ισορροπία και ότι οι αλλαγές μπορούν να ληφθούν ως εξέλιξη της κοινωνίας προς το καλύτερο[8].
2. Κίνημα Αγανακτισμένων
Το κίνημα των Αγανακτισμένων ξεκίνησε από τη Μαδρίτη εξαιτίας των συνθημάτων που ανέβηκαν στο Facebook και στο Twitter τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την συγκέντρωση χιλιάδων διαδηλωτών μπροστά από το Κοινοβούλιο. Το κίνημα διαμαρτυρήθηκε για την υψηλή ανεργία, την πολιτική κρίση, την λιτότητα και τις περικοπές στον προϋπολογισμό. Το κίνημα αποτελούνταν από πολλές κατηγορίες του πληθυσμού της Ισπανίας[9].
            Κατά τον Parson το κίνημα αποτελείται από άτομα τα οποία δεν υπακούουν στα ισχύοντα θεσμικά πρότυπα και δημιουργούν μια ομάδα η οποία χαρακτηρίζεται από μια παρεκκλίνουσα υποκουλτούρα[10]. Μέσα από την ομάδα η οποία χαρακτηρίζεται από την οργάνωση, τον ηγέτη και την ιδεολογία που αναπτύσσεται τα άτομα δρουν προστατευμένα[11]. Εκτός από τις παραπάνω προϋποθέσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν ένα επιτυχημένο κίνημα ο Parson αναφέρει ως τέταρτη προϋπόθεση την σταθερότητα της δομής της εξουσίας από την οποία εξαρτάται η επιτυχία του κινήματος[12].  Το κίνημα των Αγανακτισμένων όπως διαμορφώθηκε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες γνώρισε παροδική επιτυχία διότι η κρατική εξουσία δεν παρουσίαζε σταθερότητα. Τα άτομα που συμμετέχουν δεν εντάσσονται σε συγκεκριμένες ομάδες προέρχονται από μια δεξαμενή ενεργών πολιτών και είχαν έντονο το αίσθημα της «σχετικής αποστέρησης» το οποίο κατά τον Parson αποτελεί την κινητήρια δύναμη των ατόμων ή των ομάδων[13].
Τα κινήματα των Αγανακτισμένων, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης δηλώνοντας την αγανάκτηση για την περιορισμένη δυνατότητα «κατανάλωσης» αλλά και για την πολιτική κατάσταση της εκάστοτε χώρας η οποία περιόριζε το βιοτικό καθεστώς. Τα κινήματα δεν δημιουργήθηκαν για να αντιδράσουν σε «ουσιαστικά»[14] προβλήματα αλλά για την οικονομική κατάσταση. Κάτω από αυτό το πρίσμα μπορεί να ειπωθεί ότι τα κινήματα αποτελούσαν την μικρογραφία της κοινωνίας στην οποία αντιτίθονταν λόγω «σχετικής αποστέρησης» οπότε και ήταν αναπόφευκτη η τελική επικράτηση του συστήματος-κοινωνία η οποία κατάφερε να τα αφομοιώσει και να επαναφέρει την ισορροπία.
 Το σύστημα για να αντιμετωπίσει τις δυσλειτουργίες εφαρμόζει μηχανισμούς - όπως έθιμα, παραδόσεις, αξίες -και καθιερώνει θεσμούς -όπως θρησκεία εκπαίδευση-  με τους οποίους τα άτομα έρχονται σε επαφή μέσα από τις δομές όπως εκκλησία, σχολείο οικογένεια αλλά και μέσα από την κοινωνικοποίηση. Το κίνημα των Αγανακτισμένων αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από τα άτομα τα οποία έχουν ασπαστεί τους παραπάνω θεσμούς και δομές και διαμορφώνουν μια μικροκοινωνία η οποία δημιουργήθηκε για να «ξεχωρίσει» και ίσως να οδηγήσει το κοινωνικό σύνολο[15].  
Το κίνημα ως υποσύστημα του συστήματος-κοινωνίας προκάλεσε κοινωνική δυσλειτουργία η οποία έπρεπε άμεσα να απαλειφθεί διότι απειλούσε την κοινωνική ισορροπία[16]. Η συγκέντρωση ανθρώπων, τόσων πολλών και διαφορετικών κατηγοριών, οφείλονταν σε παράγοντες προσωπικούς κοινωνικοπολιτικούς και οικονομικούς.
Το κοινωνικό σύστημα προσπάθησε να διατηρήσει τον συντονισμό των εσωτερικών μερών του, προσπάθησε να προσαρμόσει το περιβάλλον στις ανάγκες και στους σκοπούς του συστήματος και να αντιμετωπίσει αυτήν την απόκλιση. Η πολιτική τάξη χρησιμοποίησε την αστυνομία για να καταστείλει τις διαμαρτυρίες και ταυτόχρονα αποστασιοποιήθηκε από το κίνημα. Η Εκκλησία, οι πολιτιστικές αρχές οι δημοτικές αρχές, και τα Μ.Μ.Ε. διατήρησαν «ουδέτερη» στάση διότι διαισθάνθηκαν ότι το πλήθος εύκολα μπορούσε να μεταπηδήσει και σε άλλα αιτήματα πέρα από την ανεργία και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Επίσης φοβήθηκαν την πλήρη κατάρρευση της θεσμικής σταθερότητας από το κίνημα των Αγανακτισμένων που συνεχώς μεγάλωνε. Στην περίπτωση των Αγανακτισμένων οι θεσμοί συμπίπτουν με τους πολιτικούς μηχανισμούς οι οποίοι μη λαμβάνοντας ενεργή θέση άφησαν το κίνημα να εξασθενήσει και να εξαφανισθεί.

2.1 Κίνημα Αγανακτισμένων και Μ.Μ.Ε.
 Το κίνημα είχε υποστήριξη από μεγάλο μέρος των πληθυσμών των κρατών όπου έλαβε χώρα, παρόλο που δεν συμμετείχαν ενεργά στις διαμαρτυρίες. Μεγάλο μέρος των μη συμμετεχόντων, ενταγμένοι στο σύστημα, παρακολουθούσαν τις εξελίξεις από τα Μ.Μ.Ε. τα οποία διεθνώς μετέδιδαν εικόνες αλλά δεν τοποθετήθηκαν διότι οι διαμαρτυρίες αρκετές φορές στράφηκαν και εναντίον τους. Τα Μ.Μ.Ε. ως «τέταρτη» εξουσία, και ένας από τους βασικούς θεσμούς του συστήματος απέφυγε την ξεκάθαρη τοποθέτηση απέναντι στο κίνημα των Αγανακτισμένων. 
            Η λειτουργική ανάλυση των μέσων επικεντρώνεται στη συνεισφορά των μέσων για τη διατήρηση της ευταξίας και της κοινωνικής δομής οπότε να υπάρχει κοινωνική ισορροπία. Οι λειτουργίες των μέσων μπορούν να διαχωριστούν στις «φανερές» και στις «αθέατες». Το κίνημα των Αγανακτισμένων προβλήθηκε από τα μέσα και έγινε οι καταγραφή των γεγονότων κατά τη διάρκεια ζωής του, αυτή ήταν μία «φανερή» λειτουργία. Η «έκδηλη και λανθάνουσα» ήταν η διαμόρφωση της αντίληψης και της στάσης του κοινού όχι μόνο για τα διαδραματιζόμενα γεγονότα αλλά και για τους ανθρώπους που συμμετείχαν[17].
            Ο λειτουργισμός θεωρεί την κοινωνία ως ένα οργανισμό διαπλεκόμενων, επαναλαμβανόμενων και καθορισμένων δραστηριοτήτων, από τις οποίες κάποιες είναι αναντικατάστατες διότι  συνεισφέρουν στην διατήρηση της ισορροπίας, η οποία κατέχει τον κυρίαρχο ρόλο. Τα μέσα θεωρούνται απαραίτητα συστατικά για την κοινωνική δομή χωρίς τα οποία δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί η κοινωνία. Ωστόσο τα μέσα μπορούν να χαρακτηριστούν δυσλειτουργικά όταν παρουσιάζουν μορφές παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς[18].  
            Τα Μ.Μ.Ε. έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο κίνημα των Αγανακτισμένων παρουσιάζοντας τα γεγονότα δείχνοντας φανερά ότι βρίσκονται κοντά τους αλλά στην αθέατη πλευρά τους υποστήριξαν τους θεσμούς και τους πολιτικούς μηχανισμούς παρουσιάζοντας άτομα να διαμαρτύρονται για «κάτι», χωρίς να γνωρίζουν τι. Παρέμειναν στην καταγραφή των γεγονότων και παρουσίασαν την ανάλυση του κινήματος χρησιμοποιώντας άτομα που υποστήριζαν το σύστημα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
            Όπως υποστήριξε ο Parson η διατύπωση της μακροθεωρίας του δεν μπορούσε να απαντήσει ολοκληρωτικά στην κοινωνική μεταβολή, στη συλλογική δράση και στα κοινωνικά κινήματα[19]. Τα αρνητικά της θεωρίας του Merton είναι ότι δεν εξηγεί την ύπαρξη των κοινωνικών τάξεων και γενικότερα των κοινωνικών ομάδων. Επίσης δεν μπορεί να αναλύσει τη σχέση της κοινωνικής στρωμάτωσης και των πολιτικών συγκρούσεων[20].
            Το πρόβλημα που παρουσιάζει η Λειτουργική Θεωρία είναι το ανέφικτο της κοινωνικής αλλαγής, διότι ναι μεν η Θεωρία παρουσιάζει την κατάλληλη μέθοδο που θα αναγνώσει τις κοινωνικές ανάγκες, αλλά αυτές τις ανάγκες θα τις κάνει να αφομοιωθούν μέσα στις δομές του συστήματος και όχι να δράσουν ως παράγοντες αλλαγής. Κατά συνέπεια, το σύστημα μπορεί να εξισορροπείται από μόνο του, παρά την ύπαρξη εξωτερικών παραγόντων.
Ωστόσο τα παραπάνω αρνητικά στοιχεία της Λειτουργικής Θεωρίας αποτελούν στοιχεία από όπου  μπορεί να ειδωθεί η «ελληνική πραγματικότητα»[21] διότι το κίνημα των Αγανακτισμένων αποτέλεσε μια αντίδραση προς το σύνθημα των Ισπανών «Έλληνες Ξυπνήστε»[22] και δεν επέφερε σημαντικές αλλαγές. Η ελληνική κοινωνική δομή εξισορρόπησε τελικά την άρνηση του υποσυστήματος – κινήματος και ακολούθησε την προδιαγεγραμμένη πορεία της. Τα κινήματα των Αγανακτισμένων πραγματοποίησαν τον κύκλο τους και «εξαφανίστηκαν». Το σύστημα κυριάρχησε διατηρώντας το ισχύοντα πολιτικοοικονομικό καθεστώς. Μόνο στην Ιρλανδία μετά την παρουσία του κινήματος των Αγανακτισμένων επήλθαν ουσιαστικές και σημαντικές κοικωνικοπολιτικές και οικονομικές μεταβολές[23].
Το κίνημα των Αγανακτισμένων δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που θέτει ο Parson για την επιτυχία ενός επαναστατικού κινήματος οπότε αποτελεί και ένα ερώτημα προς διερεύνηση κατά πόσο ευσταθεί ο χαρακτηρισμός «κίνημα». Οι Αγανακτισμένοι προερχόμενοι από το ίδιο το σύστημα αδυνατούσαν να αλλάξουν τον εαυτό τους για να καταφέρουν να αλλάξουν το σύστημα οπότε επέστρεψαν σε αυτό.













ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Αλεξανδρόπουλος, Στ. (2001). Θεωρίες για τη συλλογική δράση και τα κοινωνικά κινήματα. Τομ.Α΄. Εκδόσεις: Κριτική.
Bottomore, B.T. (1974). Κοινωνιολογία. Τσαούση, Γ.Δ. (μτφρ.). Εκδόσεις  Gutenberg.
Τσαούσης, Δ. (1989). Η κοινωνία του ανθρώπου. Αθήνα: Εκδόσεις  Gutenberg.
Marcuse, H. (1971). Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος. Λυκούδη, Μπ.(μτφρ). Εκδόσεις Παπαζήση.
Williams, K. (2003). Understanding Media Theory. London: Edition Arnold.

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Ξυπνήστε  Έλληνες

http://eleytheroi-ellines.blogspot.com/     (τελευταία προσπέλαση 19/2/2012).

protagon.gr ιστορίες για να σκεφτόμαστε διαφορετικά

http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=7024    (τελευταία προσπέλαση 7-2-2012)


Tragiko.com 24ώρη ενημέρωση και ψυχαγωγία
http://www.tragiko.com/2011/06/m.html#axzz1n0tPQuwR (τελευταία προσπέλαση 19/2/2012).
ΔΕΛΤΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Δελτίο ειδήσεων ΝΕΤ στις 9.00μμ, 24/2/2012.


[1] Στις χώρες Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ελλάδα.
[2] Williams (2003:47).
[3] Αλεξανδρόπουλος (2001:200,202).
[4] Λανθάνουσα λειτουργία είναι η απρογραμμάτιστη αποχώρηση για κάποιες ώρες από την εργασία.
[5] Δυσλειτουργία είναι η κυκλοφοριακή συμφόρηση.
[6] Τσαούσης (1989:172).
[7] «Θεωρίες της δυναμικής των τάξεων, των συγκρουόμενων ομαδικών πιέσεων, των ρευμάτων εξουσίας και της ασκήσεως διαπροσωπικών σχέσεων».Bottomore (1974:68).
[8] Σε αντίθεση με τον Λειτουργισμό ο οποίος υποστηρίζει το status quo και αρνείται το μετασχηματισμό της κοινωνικής τάξης πραγμάτων.
[9] http://www.tragiko.com/2011/06/m.html#axzz1n0tPQuwR (τελευταία προσπέλαση 19/2/2012).
[10] Αλεξανδρόπουλος (2001:216).
[11] Αλεξανδρόπουλος (2001:217-218).
[12] Αλεξανδρόπουλος (2001:219).
[13] Αλεξανδρόπουλος (2001:228).
[14] Marcuse (1971:31-33).
[15] Αλεξανδρόπουλος (2001:205).
[16] Αλεξανδρόπουλος (2001:203).

[17] Williams (2003:48).
[18] Williams (2003:49).
[19] Αλεξανδρόπουλος (2001:229-230).
[20]Bottomore(1974:244).
[22] http://eleytheroi-ellines.blogspot.com/     (τελευταία προσπέλαση 19/2/2012).
[23] Δελτίο ειδήσεων ΝΕΤ στις  9.00μμ, 24/2/12.




ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
iii
ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ :Η ΔΙΑΜΑΧΗ
iv
1.1 Αντικειμενικότητα και αλήθεια
iv
1.2 «Ειρηνική Δημοσιογραφία»
v
1.3 Ηγετικά Μ.Μ.Ε.
vi
1.4 Κοινή γνώμη
vii
ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: Η ΚΡΙΤΙΚΗ
viii
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
xi
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
xii

















ΕΙΣΑΓΩΓΗ
            Η παρούσα εργασία θα προσπαθήσει να διερευνήσει την ύπαρξη της αντικειμενικότητας και της αλήθειας, στην δημοσιογραφική κάλυψη πολεμικών συρράξεων, μέσα από τη διαμάχη που παρουσιάζεται στα άρθρα των  David Loyn, Des Freedman, Jake Lynch και Julian Baggini.  Οι τοποθετήσεις  του David Loyn στο “Witnnessing the Truth” προκάλεσε τη συγγραφή των “Witnessing whose truth  του Freedman, “Journalists need to think: a reply to David Loyn” του Lynch και την φιλοσοφική  προσέγγιση των προαναφερθέντων άρθρων, στο  The Philosophy of Journalism” του Baggini.
Οι δημοσιογράφοι και τα Μ.Μ.Ε.  αποτελούν το μέσο και το φίλτρο από όπου διέρχονται τα μηνύματα στο κοινό[1]. Ποια είναι τα κριτήρια που θα επιλεγεί μια είδηση, πόσο αντικειμενικά θα παρουσιαστεί και κατά πόσο θα προσεγγισθεί η αλήθεια, αν υπάρχει η απόλυτη αλήθεια, ποιος είναι ο ρόλος των ιδιοκτητών των ειδησεογραφικών καναλιών, κατά πόσο επηρεάζονται από την εκάστοτε πολιτική κατάσταση, είναι κάποια από τα ερωτήματα που απασχολούν την παρούσα εργασία.









ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ
Η ΔΙΑΜΑΧΗ

1.1 Αντικειμενικότητα και αλήθεια
Ο Loyn παρουσιάζεται υπέρμαχος της αντικειμενικότητας και της αλήθειας και  θεωρεί oτι είναι δύο χαρακτηριστικά απαραίτητα στους δημοσιογράφους. Το καθήκον των δημοσιογράφων είναι να ανακαλύψουν τι συμβαίνει και να το προβάλλουν στο κοινό, μέσω των παραδοσιακών αξιών οι οποίες είναι η δικαιοσύνη, η αντικειμενικότητα και η ισορροπία.[2] Αντιθέτως ο Lynch δεν συμπεριλαμβάνει την αντικειμενικότητα.[3]
  Το ζήτημα, για τον Loyn, είναι να διαχωρίσει ο δημοσιογράφος τα συναισθήματά του από αυτά των εμπλεκομένων και να δώσει αντικειμενική πληροφόρηση στο κοινό. Πιστεύει ότι ο δημοσιογράφος είναι απλώς «μάρτυρας της αλήθειας», αν και τονίζει ότι δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια.[4] Οπότε ο Freedman διερωτάται, μάρτυρες της αλήθειας η οποία  προέρχεται από ποιους, εφόσον οι δημοσιογράφοι εξαρτώνται  από τις επίσημες πηγές, από τους κυβερνητικούς, τους στρατιωτικούς παράγοντες και από τους ιδιοκτήτες των Μ.Μ.Ε.[5] 
 Η αναζήτηση της αλήθειας απασχολεί τον Lynch, ο οποίος τονίζει ότι είναι απαραίτητη η κριτική σκέψη από τους δημοσιογράφους.[6] Επίσης σημειώνει την διαστρέβλωση ή την παράλειψη σημαντικών γεγονότων εξαιτίας των δημοσιογραφικών συμβάσεων.[7] Μία από αυτές είναι η προβολή του γεγονότος και όχι της διαδικασίας.[8]Ο Freedman σημειώνει ότι οι σημαντικές ειδήσεις προέρχονται από τα κυρίαρχα Μ.Μ.Ε. που δεν χαρακτηρίζονται από αντικειμενικότητα.[9]
Ο Baggini συμφωνεί με τον Loyn πιστεύει ότι υπάρχει αντικειμενική αλήθεια αλλά κρίνει τον Loyn ο οποίος υποπίπτει στον σχετικισμό λέγοντας ότι αυτό που είναι αντικειμενικό για τον ένα δεν είναι αντικειμενικό για κάποιον άλλο.[10] Υποστηρίζει ότι η αντικειμενικότητα προσφέρει «σφαιρικότητα γνώσης» του γεγονότος. Ωστόσο καταλήγει ότι δεν υπάρχει η απόλυτη αλήθεια αλλά η μεγιστοποίηση της αντικειμενικότητας είναι εφικτή και προτείνει ως λύση την ειλικρίνεια.[11]

1.2 «Ειρηνική Δημοσιογραφία»
Η άποψή του Loyn είναι ότι η είδηση είναι «αυτό που συμβαίνει» και πρέπει να καλύπτεται με φαντασία και σκεπτικισμό και το αληθινό ρεπορτάζ δεν μπορεί να έχει σχέση με τα θεωρητικά κατασκευάσματα της ειρηνικής δημοσιογραφίας.[12] Διότι τα γεγονότα δεν τερματίζονται, όταν κλείσουν οι κάμερες, αλλά εξελίσσονται.[13] Οπότε έρχεται σε αντίθεση με την «νέα ορθοδοξία». Πιστεύει ότι ο στόχος του δημοσιογράφου είναι να παρουσιάσει τι πραγματικά συμβαίνει και όχι να περιοριστεί από τις ηθικές αρχές της «ειρηνικής δημοσιογραφίας» με αποτέλεσμα να κατασκευάσει εύληπτες ειδήσεις.[14]
Ο Lynch τονίζει ότι στα πλαίσια «αυτού που συμβαίνει» κατασκευάζονται γεγονότα προκειμένου να καλυφθούν δημοσιογραφικά.[15]Προτείνει τους δημοσιογράφους να υποθάλπουν τις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες[16] και να μην αγνοούνται επιμελώς κάποια συγκεκριμένα στοιχεία[17]. Ο Freedman αναφέρει ότι το είδος της δημοσιογραφίας εξαρτάται από την συντεχνία των Μ.Μ.Ε. που λειτουργούν ως «τέταρτη εξουσία»,[18] και την σκεπτικιστική εμπλοκή των πολιτών.[19]
           
1.3 Ηγετικά Μ.Μ.Ε.
   Κατά τον Loyn σημαντικό ρόλο στην παρουσίαση μιας είδησης έχει ο δημοσιογράφος ο οποίος θα πρέπει να αντισταθεί στην υποκειμενικότητά του,[20] στα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα του οργανισμού όπου εργάζεται και τέλος να αντιδράσει σε κάθε είδους επίδραση από τους εμπλεκόμενους στα γεγονότα.[21]
 Παρόμοια άποψη έχει και ο Freedman ο οποίος τονίζει ότι το πραγματικό πρόβλημα είναι ο τρόπος προβολής των πολεμικών συρράξεων που επιβάλλεται από τη συντεχνία των Μ.Μ.Ε.[22] και ότι ο δημοσιογράφος ακολουθεί τον «κώδικα» του ειδησεογραφικού πρακτορείου όπου εργάζεται,[23] το οποίο λειτουργεί με μόνο σκοπό το κέρδος.[24] Ενώ ο Lynch πιστεύει ότι από τους δημοσιογράφους εξαρτάται η μετατροπή της δημοσιογραφίας σε κοινωνικό λειτούργημα[25].

1.4 Κοινή γνώμη
Η άποψη του Loyn είναι ότι οι δημοσιογράφοι απευθύνονται σε συγκεκριμένο κοινό οπότε έχει ήδη διαμορφωθεί μια κοινή γλώσσα.[26]  Ο Freedman υποστηρίζει ότι σήμερα η προπαγάνδα των Μ.Μ.Ε. δεν μπορεί να καταστείλει την αντίρρηση εκατομμυρίων ανθρώπων για μια σύρραξη. Κατά τον Freedman το κοινό είναι ικανό να μετατρέψει την δημοσιογραφία σε σκεπτόμενη δημοσιογραφία και όχι όπως υποστηρίζει ο Loyn,  η εμπιστοσύνη του κοινού προς τον επαγγελματισμό του παραδοσιακού δημοσιογράφου.[27]
Ο Lynch τονίζει ότι σπάνια δίνεται «βήμα» στους απλούς ανθρώπους οι οποίοι είναι αντίθετοι στις πολεμικές συρράξεις.[28] Επίσης προβάλλει το «καθορισμένο πλαίσιο» μέσα στο οποίο κινείται κάθε ειδησεογραφικός οργανισμός το οποίο περιορίζει τον ελεύθερο διάλογο και απομακρύνει το κοινό.[29]




ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
Η ΚΡΙΤΙΚΗ
            Οι απόψεις που παρουσιάζονται και στα τέσσερα άρθρα προκαλούν έντονο προβληματισμό για την αντικειμενικότητα των δημοσιογράφων. Η αντικειμενικότητα θεωρείται μια από της βασικές αρχές της δημοσιογραφίας, στην οποία βασίζεται η επεξεργασία και η προβολή των γεγονότων. Προϋποθέτει μια δίκαιη  αντιμετώπιση των πηγών και «είναι αναγκαίο να διαχωρίζεται το γεγονός από τις προσωπικές απόψεις και τις προκαταλήψεις»[30] του δημοσιογράφου.
 Ωστόσο οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν και το ηθικό καθήκον να ακολουθήσουν τον «κώδικα» των ειδησεογραφικών οργανισμών όπου εργάζονται[31] και τα οποία είναι επιχειρήσεις που λειτουργούν στην αγορά με σκοπό το οικονομικό και πολιτικό  κέρδος.[32] Οι «ενημερωτικές βιομηχανίες» αποκτούν ολοένα και περισσότερο τη δύναμη να κατασκευάσουν ειδήσεις, για να προσανατολίσουν και να ελέγξουν το κοινό με σκοπό «να προσφέρουν κάτι στον καθένα, ώστε να μη ξεφύγει κανείς».[33]
Η αντικειμενικότητα και η παρουσίαση της αλήθειας αποτελούν σημαντικά χαρακτηριστικά  όπως αναφέρει και ο Loyn αλλά κατά πόσο, ο δημοσιογράφος μπορεί να συνδυάσει τις οικονομικοπολιτικες ανάγκες των εργοδοτών του, τα συμφέροντα των πηγών του, τις απαιτήσεις του κοινού  και τα δικά του πιστεύω,  ώστε να καταγράψει από τη σωστή θέση[34]  τα γεγονότα είναι ένα ζητούμενο. Αν και πράγματι πρέπει να είναι μάρτυρας της αλήθειας θα πρέπει να αποφασίσει  από ποια «τάξη» την αλήθεια, όπως αναφέρει ο Freedman, θα παρουσιάσει την είδηση. Επίσης θα πρέπει να ανακαλύψει και την καλύτερη οπτική του γεγονότος γιατί όπως τονίζει ο Baggini υπάρχουν πολλές πραγματικές καταγραφές. Παρόμοια άποψη έχει και ο Lippmann ο οποίος δηλώνει ότι οι ειδήσεις δεν είναι ο καθρέπτης των γεγονότων αλλά μιας οπτικής γωνίας των γεγονότων που έχουν αναρριχηθεί από ένα πλήθος άλλων γεγονότων.[35]
Τελικά λαμβάνοντας υπόψη όλους τους παραπάνω παράγοντες ο δημοσιογράφος ίσως να πρέπει να προσαρμόσει την «ειρηνική» και την «πολεμική» δημοσιογραφία σε ένα νέο μονοπάτι που θα οδηγείται από την ειλικρίνεια. Η ειλικρίνεια όπως την καταγράφει ο Baggins ίσως αποδώσει τα γεγονότα όσο το δυνατό πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Παρόλα αυτά τίθεται το ερώτημα, τελικά ποιος είναι ο σκοπός της δημοσιογραφίας και για ποιο λόγο τόσοι πολεμικοί ανταποκριτές έχουν σκοτωθεί στα πεδία μάχης. Αν πραγματικά ο δημοσιογράφος πρέπει να συνυπολογίσει όλους τους παραπάνω παράγοντες την στιγμή που εμπλέκεται στις μάχες[36] τότε ή δεν θα υπήρχε η εικόνα ή θα έπρεπε ένα οργανωμένο συνεργείο να αναδιαμορφώνει τις εικόνες και τελικά να εκλείψουν οι απευθείας μεταδόσεις. Ίσως θα ήταν καλύτερα το κοινό να επιλέξει ποιο μέσο θα εμπιστευτεί για την ενημέρωσή του και επίσης να αποφασίσει εάν πραγματικά θέλει να αντιληφθεί με αμεσότητα την κρίσιμη κατάσταση των γεγονότων[37] ή να απολαύσει από τον καναπέ του την ωραιοποιήσει  μιας μάχης.[38] Ωστόσο ποιο μέσο μπορεί να επιλέξει όταν υπάρχει μια συναίνεση μεταξύ των ηγετικών Μ.Μ.Ε. τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζουν και τα υπόλοιπα.[39] Συνήθως το μέσο που επιλέγει το κοινό είναι η τηλεόραση η οποία επηρεάζεται από την κοινωνική και πολιτική κατάσταση μέσα στην οποία λειτουργεί.[40]  Οπότε δημιουργείται αδιέξοδο για το ποσοστό του κοινού που πραγματικά ενδιαφέρεται να ενημερωθεί.[41]
Ίσως τελικά ο ρόλος του πολεμικού ανταποκριτή, διότι σε αυτόν αναφέρεται ο Loyn, να είναι η παίδευση του κοινού στην σκληρή πραγματικότητα με τίμημα την υψηλή η την χαμηλή τηλεθέαση και την προτροπή να ενημερωθεί για να φθάσει στην ουσία που κρύβεται πίσω από την προβαλλόμενη εικόνα. Διότι οι πόλεμοι υπάρχουν ακόμη και όταν οι τηλεθεατές κλείσουν την τηλεόραση.













ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η έρευνα της παρούσας εργασίας επιδίωξε να αναδείξει την αντικειμενικότητα των δημοσιογράφων δια μέσου της συλλογής δεδομένων που προέρχονταν από τέσσερα άρθρα. Συμπερασματικά η διαμόρφωση της ειδησεογραφίας οφείλεται στην προσωπική στάση του δημοσιογράφου και  στα πολιτικοοικονομικά συμφέροντα των ηγετικών Μ.Μ.Ε. και σε μικρότερο ποσοστό στο κοινό.
Εν κατακλείδι, αποδεικνύεται  ότι ο ρόλος των δημοσιογράφων διαμορφώνεται από πολλές παραμέτρους και είναι καταλυτικός στη διαμόρφωση της ειδησεογραφίας. Ίσως δεν μπορεί να λυθεί το ζήτημα της αντικειμενικότητας και της αλήθειας αλλά όπως αναφέρει και ο Graig είναι προτιμότερο να γίνεται συζήτηση, προκειμένου να αλλάξει το ρου του πολιτισμού[42] οπότε και της δημοσιογραφίας.













ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Craig, E. (2002). PHILOSOPHY A Very Short Introduction. N. York: Εκδόσεις Oxford
Curran, J. και  Gurevitch, M. (2009). «Υπέρ της αντικειμενικότητας». Στο  Μ.Μ.Ε. και Κοινωνία. Αθήνα:Εκδόσεις Πατάκη. Σελ.318-341.
Horkheimer, M. (1984). Τέχνη και μαζική κουλτούρα. Αθήνα :Εκδόσεις Ύψιλον.
Κοβατς, Μπ. Και  Ροζενστιλ, Τ. (2004). Εισαγωγή στη δημοσιογραφία. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτης.
Κομίνης, Λ. (2002).  Από την πένα στην οθόνη…και η χαμένη τιμή της ενημέρωσης. Αθήνα:Εκδόσεις Πατάκη.
Lippmann, W. (1989). Η φύση των ειδήσεων. Αθήνα :Εκδόσεις  Αλεξάνδρεια.
ΜακΚόμπς, Μ., Εινσιντελ, Ε., Ουιβερ, Ν. (1996).  Τα μέσα  μαζικής ενημέρωσης και η διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Αθήνα : Εκδόσεις Καστανιώτη.
ΜακΚουέιλ, Ντ. Και Βινταλ, Σβεν (2001). Σύγχρονα μοντέλα επικοινωνίας. Αθήνα : Εκδόσεις Καστανιώτη.
Παπαθανασόπουλος, Σ. (1997). Η Δύναμη της τηλεόρασης. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.
Τσόμσκι, Ν.(1997). Τα ΜΜΕ ως όργανο κοινωνικού ελέγχου και επιβολής.
Αθήνα: Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος.

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
Baggini J (2003). “The Philosophy of Journalism”, http://www.opendemocracy.net/content/articles/PDF/1218.pdf. (Τελευταία προσπέλαση 12/10/2011)
Freedman D (2003). “Witnessing whose truth” ,  http://www.opendemocracy.net/content/articles/PDF/1037.pdf. (Τελευταία προσπέλαση 12/10/2011)
Loyn D (2003). “Witnnessing the Truth”, http://www.opendemocracy.net/content/articles/PDF/993.pdf. (Τελευταία προσπέλαση 12/10/2011)
Lynch J (2003). “Journalists need to think: a reply to David Loyn”, http://www.opendemocracy.net/content/articles/PDF/1007.pdf. (Τελευταία προσπέλαση 12/10/2011)








[1] ΜακΚουεϊλ(2001:208-220).
[2] Loyn(2003:1).
[3] Lynch(2003:5).
[4] Loyn(2003:4).
[5] Freedman(2003:1).
[6] Lynch(2003:1).
[7] Lynch(2003:2).
[8] Lynch(2003:4).
[9] Freedman(2003:3).
[10] Baggini(2003:2).
[11] Baggini(2003:3).
[12] Loyn(2003:1).
[13] Loyn(2003:4).
[14] Loyn(2003:2).
[15] Lynch(2003:5).
[16] Lynch(2003:4).
[17] Lynch(2003:5).
[18] Freedman(2003:2).
[19] Freedman(2003:1).
[20] Loyn (2003:4).
[21] Loyn (2003:3).
[22] Freedman(2003:1).
[23] Freedman(2003:2).
[24] Freedman(2003:3).
[25] Lynch(2003:6).
[26] Loyn (2003:4).
[27] Freedman(2003:3).
[28] Lynch(2003:2).
[29] Lynch(2003:3).
[30] Κομίνης(2002:97-107).
[31] Τσομσκι(1999:16).
[32] ΜακΚομπς κ.ά.(1996:123-135).
[33] Horkheimer(1984:67).
[34] Craig(2002:4).
[35] Lippmann(1989:46-47).
[36] Curran&Gurevitch(2009:319).
[37]  Κοβατς&Ροζενστιλ(2004:21).
[38] ΜακΚομπς κ.ά.(1996:27-31).
[39] ΜακΚομπς κ.ά.(1996:153).
[40] Παπαθανασόπουλος(1997:237).
[41] Κοβατς&Ροζενστιλ(2004:22).
[42] Graig(2002:5).